θυμολιπής

θυμολιπής
θῡμο-λῐπής, ές, (λείπω)
A = λιπόθυμος, Call.Fr.1.55P., Nonn.D. 37.540.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θυμολιπής — θυμολιπής, ές (Α) λιπόθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + λιπής (< λείπω), πρβλ. ελ λιπής, ψυχο λιπής] …   Dictionary of Greek

  • θυμολιπής — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμο- — (ΑΜ θυμό ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό χαρακτηρίζει (πρβλ. θυμο βαρής, θυμο λέων) ή χαρακτηρίζεται (πρβλ. θυμό βολώ, θυμό κλωστος) ή αναφέρεται (πρβλ. θυμο ειδής, θυμο κάτοχος) στον θυμό, με τη σημασία είτε τού «ψυχή» (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”